- αμερικανιστής
- ο специалист по американистике
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμερικανιστής — ο 1. αυτός που μελετά οτιδήποτε αφορά στην Αμερική, που ασχολείται δηλ. με μελέτες εθνογραφίας, γλωσσολογίας και θρησκειολογίας τής αμερικανικής ηπείρου 2. οπαδός τού θρησκευτικού αμερικανισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αμερικανός + παραγ. κατάλ. ισμός] … Dictionary of Greek
αμερικανιστής — ο αυτός που ασχολείται με τη γλώσσα, τη θρησκεία, την ιστορία κτλ. της αμερικανικής ηπείρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αμερικανός — και Αμερικάνος, ο (θηλ. Αμερικανίδα και Αμερικάνα) 1. αυτός που κατοικεί στην Αμερική ή κατάγεται από αυτήν 2. υπήκοος τού αμερικανικού κράτους 3. Ελληνας που ζει στην Αμερική ή επέστρεψε από εκεί 4. αυτός που με τη συμπεριφορά του προσπαθεί να… … Dictionary of Greek